홈 > Term: συναρμογή
συναρμογή
(1) Μια υπό όρους μετάβαση σε εξαίρεση ή διακοπής χειρισμό ρουτίνα, συχνά αυτόματα ενεργοποιείται από το υλικό, με τη θέση από την οποία η μεταπήδηση παρουσιάστηκε recorded.~(2) για να εκτελέσετε τη λειτουργία του (1).
- 품사: noun
- 분야/도메인: 컴퓨터; 소프트웨어
- 카테고리: Software engineering
- Organization: IEEE Computer Society
0
작성자
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)