>  Term: throughflow
throughflow

Νερού που διεισδύει και πλευρικά μετακινείται μέσα τους ορίζοντες άνω εδάφους και προκύπτει downslope ως Βλέπεσελίδα πριν εισέλθει σε μια ροή.

0 0

작성자

© 2025 CSOFT International, Ltd.