>  Term: κόσκινο
κόσκινο

N. βλέπε strainer. κόσκινο v. να στέλεχος υγρό ή σωματίδια τροφής μέσω του ματιού ή διάτρηση οπών κοσκίνου ή strainer.

0 0

작성자

© 2025 CSOFT International, Ltd.