홈 > Term: πόσιμου
πόσιμου
1) (Επίθετο) A λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα υγρό κατάλληλο για την κατανάλωση οινοπνεύματος, π.χ. πόσιμου νερού. 2) (Ουσιαστικό) κάθε ποτών, ιδίως εκείνων που περιέχουν αλκοόλη.
- 품사: noun
- 분야/도메인: 컨벤션, 관습, 규칙
- 카테고리: 컨퍼런스, 회의
- Company: CIC
0
작성자
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)