홈 > Term: στόμιο
στόμιο
Το άνοιγμα σε ένα καπάκι στόμιο, στόμιο πατάτα ή άλλη συσκευή με το οποίο η ροή αερίου είναι περιορισμένη και μέσω του οποίου το αέριο έχει αποφορτιστεί.
0
작성자
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)