홈 > Term: immunocompromised
immunocompromised
Όταν ο οργανισμός δεν είναι σε θέση να παράγει μια επαρκή ανοσολογική αντίδραση. Ένα πρόσωπο μπορεί να είναι immunocompromised λόγω του μια ασθένεια ή μόλυνση, όπως ο ιός HIV, ή ως αποτέλεσμα επεξεργασίας με ακτινοβολία ή ναρκωτικά.
- 품사: noun
- 분야/도메인: 의료관리
- 카테고리: AIDS 예방 & 치료
- Company: National Library of Medicine
0
작성자
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)