홈 > Term: ελαττωματικό
ελαττωματικό
Μια ελαττωματική μονάδα. μια μονάδα του προϊόντος που περιέχει ένα ή περισσότερα ελαττώματα σε σχέση με την ποιότητα characteristic(s) υπό εξέταση.
0
작성자
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)