>  Term: αντίδοτο
αντίδοτο

Μια επανόρθωση καλύψεως των τοξικών συνεπειών ενός φυτοφαρμάκου (π.χ. θειικό ατροπίνη για carbamate και φωσφορικό δηλητηρίαση).

0 0

작성자

© 2025 CSOFT International, Ltd.